- λυτός
- -ή, -όο λυμένος, ο ελεύθερος από δεσμά: Τα λυτά μαλλιά της έπεφταν στους ώμους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λυτός — that may be untied masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτός — ή, ό (AM λυτός, ή, όν) [λύω] νεοελλ. 1. ελεύθερος από δεσμά, λυμένος 2. φρ. «βάζω λυτούς και δεμένους» καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, χρησιμοποιώ όλα τα μέσα μσν. απαλλαγμένος από καταδίκη, δέσμευση ή υποχρέωση αρχ. 1. αυτός που μπορεί να… … Dictionary of Greek
λυτά — λυτός that may be untied neut nom/voc/acc pl λυτά̱ , λυτός that may be untied fem nom/voc/acc dual λυτά̱ , λυτός that may be untied fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτόν — λυτός that may be untied masc acc sg λυτός that may be untied neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυταί — λυτός that may be untied fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτοί — λυτός that may be untied masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτοῦ — λυτός that may be untied masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτούς — λυτός that may be untied masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτῆς — λυτός that may be untied fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτή — λυτός that may be untied fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)